Είχα, δε μου αρέσει το είχα. Έχω μία φίλη που τους τελευταίους 8 μήνες περίπου, έχουμε χαθεί.
Ήταν η παρέα μου κάθε απόγευμα σχεδόν. Φεύγαμε μετά τη δουλειά και καθόμασταν με τις ώρες σε μία καφετέρια που επίτηδες επιλέγαμε να μην είχε κόσμο. Δε θέλαμε να μας αποσπάει τίποτα την προσοχή, στα θέματα που είχαμε για συζήτηση. Ανάθεμα με, αν θυμάμαι πως βρίσκαμε αυτά τα θέματα που μας κρατούσαν συνολικά 8 ώρες σε μία καρέκλα.
Όταν δεν είχαμε λεφτά , ήταν πολυτέλεια να είχαμε τουλάχιστον τσιγάρα, γιατί είχαμε παγκάκια, σκαλάκια , ομπρέλα και πεζούλια. Είχαμε μεγάλη χαρά κάθε φορά που βρισκόμασταν , σαν να είχαμε να τα πούμε μέρες και είχαμε μόνο ώρες.
Η φίλη μου είχε, δε μου αρέσει το είχε , έχει, ένα γέλιο τόσο δυνατό που σε κάνει να γελάς και εσύ μαζί της , χωρίς να έχεις ακούσει το αστείο. Έχει πολύ μεγάλη αγκαλιά και νομίζω πως ήρθε η στιγμή να μάθει , πως με έσφιγγε πάρα πολύ , όταν είχε μέρες να με δει. Ποτέ δεν ήταν μίζερη, όταν έβγαινε έξω , κι όταν ήταν μίζερη, δεν έβγαινε ποτέ έξω. Όταν την έπαιρνα για να της πω να βγούμε το όχι της, μου έκοβε τη χολή, δεν με έπαιρνε να την πιέσω, όταν όμως ήθελε εκείνη να βγούμε, δεν χαμπάριαζε τίποτα, ήταν ικανή να έρθει με το ταξί κάτω από το σπίτι μου και να χτυπάει κουδούνια. Ήξερε γιατί το έκανε αυτό. Ήξερε πως ότι και να έχω , είχε τον τρόπο να με κάνει να γελάω δυνατά. Θα γελούσε εκείνη πρώτα και όλα τα άλλα έρχονται μόνα τους. Την αγαπούσε και το σπίτι μου βέβαια και το ήξερε και αυτό.
Έχω τόσες αστείες στιγμές να γράψω, που περάσαμε μαζί. Μα δεν μπορώ να πω ούτε μία δημοσίως. Θα βγω σε μια ζωντανή εκπομπή και θα ξεράσω όλα τα μυστικά μας. (αυτό ήταν η απειλή μας) Έχω να θυμάμαι και κλάματα που κάναμε μαζί, με μάλωνε και την μάλωνα , ειδικά όταν μου έλεγε πως δεν ήταν όμορφη. Πετούσα την εσάρπα στον ώμο και δώστου ύφος εγώ.