Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011

Ο γίγαντας.


Το τηλέφωνο χτύπησε και στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο διευθυντής ενός μεγάλου εργοστασίου ξυλείας. Ευγενικός αλλά χωρίς να χάνει ούτε για μια στιγμή τη μαγκιά του ζήτησε την υποστήριξη μας - άμεσα ήθελε λέει να αρχίσει να τιμολογεί.

Το ραντεβού κλείστηκε αυθημερόν και γρήγορα μπήκαμε στο αμάξι με κατεύθυνση τη Παιανία. Μετά από αρκετή ώρα ο ήλιος επισκιάστηκε πίσω από ένα τεράστιο κτήριο από μπετόν. Από αυτά που βλέπεις σε ταινίες , που δεν έχουν πόρτες και παράθυρα και κάθε δέκα τετραγωνικά έχει τσιμεντένιες κολώνες που στηρίζουν τον πάνω όροφο.

Μέσα άνθρωποι σιωπηλοί , αξύριστοι, όχι πολλοί, μόνο οι απαραίτητοι. Ένας σκύλος είναι δεμένος σε ένα σίδερο και δεν φαίνεται να έχει συναίσθηση. Μέσα στην ησυχία ακούγονται οι βωμολοχίες του αφεντικού, όταν ένας εργάτης έκανε λάθος στο κόψιμο των ξύλων και κατέστρεψε μια ολόκληρη παραγγελία.

Βουβός και απλός παρατηρητής ανοίγω τον κεντρικό υπολογιστή και ανάβω ένα τσιγάρο. Κάπου εκεί που αυτά τα μηχανήματα ζητάν password και user name και χίλιες σκέψεις περνάνε για τη δουλειά που έχεις επιλέξει να κάνεις ακούω κάποιον να μου δίνει τα απαραίτητα στοιχεία.

Ήταν περίπου 40, σκυθρωπός. Όχι σαν τους 40ριδες που συναντάς στο γραφείο σου, που κρυμμένοι πίσω από ένα πουκάμισο lacoste προσπαθούν να σου περάσουν το μήνυμα της επαγγελματικής καταξίωσης και της glamourιας.

Αυτός ήταν ψηλός σαν γίγαντας με βρώμικα και κουρασμένα από τη δουλειά χέρια. Οι φόρμες εργασίας και οι μπότες του πρέπει να ήταν ειδική παραγγελία για αυτόν. Όμως ένα μικρό σκουλαρίκι που άστραφτε στο αριστερό αυτί του πρόδωσε την αθωότητα της ψυχής του. Παρατηρούσε τι έκανα με ένα βλέμμα , που δεν μπορούσα να καταλάβω αν εξέφραζε μια φιλομάθεια ή απλά τα ήξερε όλα και περίμενε καρτερικά τη στιγμή που θα με διορθώσει.

Έτσι και έγινε. Οι διορθώσεις ερχόντουσαν η μια μετά την άλλη, ακόμη και για πράγματα που θα ορκιζόμουν πως δεν είχε ιδέα. Γέλασε σαν μικρό παιδί όταν του είπα : ''Ρε γίγαντα, τι κάνεις εσύ εδώ; Εσύ ξέρεις περισσότερα από μένα.'' Το γέλιο του μαρτύρησε ένα πόνο να του τρυπάει βαθιά τη καρδιά. Το κατάλαβα από τον μορφασμό των χειλιών του.

Μου μαρτύρησε πως ζει με τους δύο σκύλους του και τις επτά γάτες του, κάνοντας μου διάλεξη για την μεταξύ τους συμβίωση. ''Όποιος είναι ο πρώτος, μου είπε, αυτός θα είναι και ο αρχηγός. Χτύπησε το τηλέφωνο μου, τον διέκοψα και το σήκωσα. Μιλούσα κάθε άλλο παρά επαγγελματικά, και ο γίγαντας το κατάλαβε. Κατάλαβε την λαχτάρα που είχα να σου μιλήσω.

Ένοιωσα πως είχε κάτι να μου πει, ένοιωσα πως στεναχωρήθηκε. Η δουλειά τελείωσε. Τσιγάρα, λάπτοπ, χαρτιά μπαίνουν στη τσάντα και αυτή με τη σειρά της στον ώμο. Στέκομαι μπροστά στον γίγαντα για να τον ευχαριστήσω ενώ από το γραφείο του αφεντικού σαν από καταπέλτη οι βρισιές προς το πρόσωπο του πέφτουν άρδην.

Τον ρωτάω .....γιατί εσύ εδώ;
Μου απαντά....εγώ κατέστρεψα τη ζωή μου. Μη προδώσεις ποτέ εκείνους που σ'αγαπούν.
... Γεια σου ρε μάγκα μου λέει και χάνεται πίσω από τους τόνους ξύλα
... Γεια σου γίγαντα ψιθυρίζω και κάνω το τελευταίο βήμα να βγω μπροστά από το τσιμεντένιο υπόστεγο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου